Διαβάζω στην εφημερίδα κεφάλαιο της 18/7 για το Ταμείο Χρηματοπιστωτικής Σταθερότητας, όργανο που δημιουργείται τη στιγμή που μιλάμε, για την στήριξη των τραπεζών : <<Τα ιδία κεφάλαια θα παρέχονται στις τράπεζες με τη μορφή προνομιούχων μετοχών. Η τράπεζα θα πρέπει να επαναγοράσει τις προνομιούχες μετοχές στο ίδιο ποσό με αυτό που επενδύθηκε αρχικά σε αυτή, μετά την πάροδο πενταετίας>>.
Τα δάνεια με μηδενικό επιτόκιο στις τράπεζες συνεχίζονται με κάθε επισημότητα. Κυριαρχεί παγκοσμίως η άποψη ότι κινητήριος μοχλός της οικονομίας είναι οι τράπεζες και αυτές πρέπει να χρηματοδοτούνται με μηδενικά επιτόκια. Με το πρώτο, υπό όρους συμφωνώ, το δεύτερο είναι κατά τη γνώμη μου η απόλυτη διαστρέβλωση του όρου <<ελεύθερη αγορά>> και ότι αυτό συνεπάγεται.
Από το 2007 οι τράπεζες χρηματοδοτούνται από την Ε.Κ.Τ με επιτόκιο 1%. Ούτε καν κράτη δεν έχουν τόσο ευνοϊκή μεταχείριση. Η Ελλάδα, όταν έγινε απόλυτα κατανοητό από όλους ότι ο δρόμος οδηγεί στην πτώχευση και κυριολεκτικά στο παρά 5’, χρηματοδοτήθηκε με 110 δις ευρώ και επιτόκιο 5%. Τι λιγότερο έχει η Ελλάδα και άλλα κράτη από τις τράπεζες;
Μάλλον έχουν κάτι περισσότερο: τους πολίτες τους. Αλλά για ΕΕ και Αμερική μάλλον ο πελάτης έχει μεγαλύτερη αξία από τον πολίτη. Ο πολίτης φορτώθηκε την παγκόσμια πιστωτική κρίση και μετά θα έρθει σαν πελάτης να ξελασπώσει οριστικά τις τράπεζες. Το μοντέλο αυτό οδηγεί και μαθηματικώς σε αδιέξοδο καθώς ως απόλυτη προϋπόθεση λειτουργίας έχει την συνεχή μεταφορά κεφαλαίων από τους πελάτες-πολίτες προς τις τράπεζες.
Είμαστε στο μέσον ενός διανύσματος που ξέρουμε ακριβώς που καταλήγει. Κάποια στιγμή στο μέλλον σε 5, 50 ή 150 χρόνια οι τράπεζες θα τα έχουν όλα σε αντίθεση με τους πολίτες που δεν θα έχουν τίποτα. Τότε ποιος θα κινεί τις τράπεζες; Και αυτές ποιους θα χρηματοδοτούν; Παλιότερα η αναδιανομή κεφαλαίων και η διαγραφή χρεών γινόταν με πόλεμο. Ίσως αυτό να είναι, πάλι, το τέλος στην πορεία που έχουν επιλέξει οι ηγέτες μας για εμάς. Το πότε και το γιατί θα μας το πει η ίδια η ζωή.