Το ζητούμενο: συγκρίσιμα ήθη

Tου Χρηστου Γιανναρα

Τα νούμερα κυκλοφορούν από στόμα σε στόμα, έχουν πηγή κατάδηλη τους παθόντες, τους γιατρούς, τους νοσηλευτές: Ενα πλέγμα για την αναχαίτιση κήλης στοιχίζει τρία (3) ευρώ και χρεώνεται από τα δημόσια νοσοκομεία στα δημόσια ασφαλιστικά ταμεία επτακόσια (700) ευρώ. Ενας νάρθηκας για τη διεύρυνση-στήριξη αρτηρίας (στεντ) κοστίζει στην Ολλανδία επτά χιλιάδες (7.000) ευρώ και στην Ελλάδα τριάντα χιλιάδες (30.000) ευρώ. Ανάλογο όργιο καταλήστευσης κοινωνικού χρήματος και με τις υπερτιμολογήσεις στους βηματοδότες, στα ορθοπεδικά υλικά, στα χειρουργικά ράμματα και πάει λέγοντας. (Εχει ενδιαφέρον να πληροφορηθεί ο πολίτης, τι αποκαλούν οι εργαζόμενοι στα χειρουργεία «τα κουβαδίσια»: πανάκριβα αχρησιμοποίητα υλικά προορισμένα για τον κουβά των αχρήστων, παραγγελμένα μόνο για να εισπραχθεί προμήθεια).

Αυτή η χυδαία καταλήστευση είναι αδύνατο να τιμωρηθεί ή να εκλείψει, διότι είναι... νόμιμη! Η σημερινή υπουργός Υγείας, ως Γενική Γραμματεύς Εμπορίου στην κυβέρνηση Σημίτη, εξειδίκευσε νόμο που όριζε ότι κάποια συγκεκριμένα ιατρικής χρήσης προϊόντα, συγκεκριμένων εταιρειών είναι «μη συγκρίσιμα», δηλαδή «εκτός πλαισίου διαγωνιστικών διαδικασιών»: τα δημόσια νοσοκομεία μπορούν να τα προμηθεύονται χωρίς μειοδοτικό διαγωνισμό!...

Οταν πρωτοήρθε ο συγκεκριμένος αυτός νόμος (2056/2001) για ψήφιση στη Βουλή θεσπίζοντας λίστα «μη συγκρίσιμων» ειδών, το κόμμα της «Νέας Δημοκρατίας» φρένιασε: διαρρήγνυαν τα ιμάτιά τους, κραύγαζαν ότι η υγεία παραδίνεται στις μαφίες του ιατρικού παρεμπορίου. Οταν όμως έγινε κυβέρνηση η Ν.Δ., όχι μόνο δεν κατάργησε την αδιάντροπη λίστα, αλλά ο υπουργός της για την υγεία (και σήμερα κομματικός της υποψήφιος για δεύτερη τετραετία αποτυχημένης δημαρχίας στην Αθήνα) πρόσθεσε εξήντα (60) επιπλέον «μη συγκρίσιμα» είδη!

Αυτοί οι άνθρωποι, και αναρίθμητοι ανάλογων πολιτικών συμπεριφορών, συνεχίζουν να κυκλοφορούν στους δρόμους μας δίχως ίχνος ντροπής, επιμένουν θρασύτατα να ζητούν την ψήφο μας. Και εμείς τους χαιρετάμε, κάποιοι τους τραπεζώνουν και στα σπίτια τους, πάμπολλοι τους ψηφίζουν, πάλι και πάλι, από άγνοια ή βοσκηματώδη απερισκεψία ή απλώς από μαζοχισμό. Φυσικοί και ηθικοί αυτουργοί της καταλήστευσης του κοινωνικού χρήματος και είναι αυτοί που περικόπτουν σήμερα μισθούς και συντάξεις της φτωχολογιάς, χωρίς να διανοούνται να θίξουν τις «νομιμοποιημένες» λίστες των «μη συγκρίσιμων ειδών» και όσους θησαύρισαν χάρη σε αυτές.

Μας εμπαίζουν ξεδιάντροπα: έχουν εγκληματήσει σε βαθμό κακουργήματος και έχουν οι ίδιοι νομιμοποιήσει τα ειδεχθή τους εγκλήματα. Εχουν και το μαχαίρι και το πεπόνι. Γιατί να υπολογίσουν τους λίγους (εκλογικά αμελητέους) που οργίζονται; Ευνούχισαν την κρίσιμη για το εκλογικό αποτέλεσμα μάζα με την εξηλιθιωτική ευτέλεια της τηλεοπτικής «αγωγής», τη μαστροπεία του κρατικού τζόγου, την τεράστιου κρατικού κόστους ποδοσφαιρολαγνεία.

Σε ποια άλλη χώρα, σε ποια ποτέ εποχή «σοσιαλιστής» αρχηγός «σοσιαλιστικού» κινήματος και πρόεδρος της «Σοσιαλιστικής» Διεθνούς θα είχε στρώσει τόσο πειθήνια το χαλί για να γίνει η πατρίδα του πειραματόζωο διεθνών, απάνθρωπου καπιταλισμού κυκλωμάτων και να κατεδαφιστεί η ραχοκοκαλιά της οικονομικής της ιδιοπροσωπίας: η ατομική δημιουργικότητα του Ελληνα, ή μικρομεσαία επιχείρηση, η πολυμήχανη μικρεμπορική τόλμη. Και διαχειρίζεται η αθυρματική πρωθυπουργική φιγούρα την εκχώρηση της εθνικής κυριαρχίας, τον διεθνή εξευτελισμό του ελληνικού ονόματος, με «αέρα» ανεμελιάς περίπου αυτοηδονιστικής. Εχοντας την ανοχή (απίστευτη, σκανδαλώδη) όλων των θεσμικά υπεύθυνων για την πορεία της πατρίδας.

Δεν υπάρχει ούτε γενναιότητα εσωκομματικής ούτε σοβαρότητα αξιωματικής αντιπολίτευσης. Λείπει ο καταλύτης ή οποιοδήποτε «νόημα» κοινωνικής αντίδρασης στον εμπαιγμό και στον ξεπεσμό. Η χώρα χρειάζεται ένα ΑΝΤΙ-ΠΑΣΟΚ στην αξιωματική αντιπολίτευση, αλλά ο κ. Σαμαράς επιμένει στον μιμητισμό που αχρηστεύει πολιτικά το κόμμα του, είκοσι πέντε χρόνια τώρα: Προσπαθεί η Ν.Δ., είκοσι πέντε χρόνια να γίνει ΠΑΣΟΚ και δεν τα καταφέρνει. Αφομοιώνει άριστα τον αμοραλισμό, το κυνήγι του εντυπωσιασμού, την «επικοινωνιακή» ψευδολογία, τον πατριδομηδενισμό του «προοδευτικού» λούστρου, αλλά η μίμηση παραμένει αδέξια, μειονεκτική. Οι ψηφοφόροι καταφεύγουν στο ερζάτς όταν περισσέψει η αηδία τους για το πρωτότυπο: ψηφίζουν τότε μια «γαλάζια παρένθεση» που αποδείχνει ότι είναι προτιμότερο έστω και το επαχθέστερο αυθεντικό από τη μίμηση.

ΑΝΤΙ-ΠΑΣΟΚ θα σήμαινε: Συνεπή άρνηση της προτεραιότητας συμφερόντων του κόμματος έναντι των αναγκών της κοινωνίας, της εκλογικής νίκης έναντι της αξιοκρατικής δόμησης του κράτους – άρνηση να ακυρώνει ο «διάλογος» τους ψηφισμένους νόμους της δημοκρατίας. Δηλαδή, άλλη γλώσσα, άλλη νο-οτροπία, άλλες θεσμικές λειτουργίες. Να ακούσουν οι πολίτες την εκπρόσωπο του κόμματος να ζητάει συγγνώμη για το έγκλημα της λίστας «μη συγκρίσιμων» ιατρικών ειδών. Να αναγγέλλει τη διαγραφή από το κόμμα και την παράδοση στον εισαγγελέα των αυτουργών του εγκλήματος.

Διαφημίζοντας τον εντολέα της ως «γεννημένο αρχηγό» η εκπρόσωπος του κόμματος απλώς επιμένει να είναι ΠΑΣΟΚ: να ανατρέπει την αρχοντιά που δεν κολακεύει ποτέ τον αξιωματούχο, την αισθητική των δύσκολων «εύγε» που χαρακτήριζε τον λαϊκό άνθρωπο στην πριν το ΠΑΣΟΚ Ελλάδα. Οταν καλύπτει ή αποσιωπά τον πατριδομηδενισμό των σχολικών βιβλίων που μοίραζε στα Ελληνόπουλα η Ν.Δ., στερεί τον Ελληνα από την ελπίδα να βρει κάποτε την αυτοκριτική εντιμότητα και τον αυτοσεβασμό του, τη δημιουργικότητα του φιλότιμου, που του σύλησε, μαζί με κάθε ιερό και όσιο από τη ζωή του, η «εκσυγχρονιστική» ξιπασιά του ΠΑΣΟΚ.

ΑΝΤΙ-ΠΑΣΟΚ θα σήμαινε: Ενα κόμμα αξιωματικής αντιπολίτευσης που θα τολμούσε να αναδιαρθρωθεί εξ υπαρχής με συνεπή λογική δημοκρατικής λειτουργίας αποβάλλοντας κάθε στοιχείο μίμησης της παπανδρεϊκής απολυταρχίας (που τόσο γοήτευσε και τη μητσοτακική παρένθεση). Κόμμα με στελέχη που κρίνονται αμείλικτα για τις ικανότητες και την ανθρώπινη ποιότητά τους, έχουν συνείδηση επιτελών, δεν ανέχονται να λειτουργούν σαν λακέδες - χειροκροτητές του αρχηγού.

Αλλη αντιπολίτευση και άλλη πολιτική θα ασκήσει ένα κόμμα που τα στελέχη του αναδείχνονται αξιοκρατικά και άλλη ένα κόμμα με τον αρχηγό ασύδοτο φεουδάρχη. Θεσμικές αρμοδιότητες φεουδάρχη φροντίζουν να καθιερώσουν ή δαιμονικής ευφυΐας αμοραλιστές ή μειονεκτικοί επίγονοι με κατάφωρη τη μειονεξία τους. Κεντρικό πολιτικό πρόβλημα στην Ελλάδα σήμερα είναι η στελέχωση των κομμάτων εξουσίας και η ανάδειξη αρχηγών με θεσμικές προϋποθέσεις που παγιδεύουν την πολιτική (ακόμα και όταν καθολικεύεται στη «λαϊκή βάση» η εκλογή) στη μονοπώλησή της από την οικογενειοκρατία, τις συνδικαλιστικές μαφίες, τις κομματικές νεολαίες.

Η ενδοκομματική αναξιοκρατία παράγει παρασιτική καμαρίλα και η καμαρίλα εμπνευστές ασύδοτης κλοπής με τεχνάσματα όπως η λίστα «μη συγκρίσιμων» ιατρικών ειδών.
πηγή

Δημοσίευση σχολίου

Νεότερη Παλαιότερη